- Σκαραμαγκάς
- οόρμος του Σαρωνικού κοντά στην Ελευσίνα, όπου βρίσκονται οι εγκαταστάσεις του Πολεμικού Ναυτικού και τα Ελληνικά Ναυπηγεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Σκαραμαγκάς — Βυζαντινή οικογένεια στην οποία οι αυτοκράτορες είχαν αναθέσει να φυλάγουν το «σκαραμάγγιο», χιτώνα που φορούσαν στις επίσημες τελετές. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης μερικοί Σ. πήγανε στη Χίο και άλλοι έγιναν, αργότερα, μέλη της Φιλικής… … Dictionary of Greek
Skaramagas — (also spelled Skaramangas, Skaramagkas, Skaramaga or Skaramanga, older forms Scaramangas or Scaramanga, Greek: Σκαραμαγκάς or Σκαραμαγκά) is a small town in the western part of Athens, Greece. It is part of the municipality of Chaidari. The town… … Wikipedia
σκαραμαγγάς — και σκαραμαγκάς, ο, Ν αυτός που κατασκευάζει ή πουλά σκαραμάγγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαραμάγγι + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] … Dictionary of Greek
Αττικής, νομός — Ο ν.Α. προήλθε από τη συγχώνευση των μέχρι τότε δύο νομών Αττικής και Πειραιώς (1972). Έχει έκταση 3.808 τ. χλμ., συνορεύει με τους νομούς Ευβοίας, Βοιωτίας και Κορινθίας και περιλαμβάνει 91 δήμους και 33 κοινότητες (2001). Με τον νόμο 1599/86, ο … Dictionary of Greek
Γιαννόπουλος, Περικλής — (Πάτρα 1869 – Σκαραμαγκάς Αττικής 1910). Λογοτέχνης. Έγινε γνωστός από την ιδιότυπη κίνησή του για την αναμόρφωση του νέου ελληνισμού. Γιος γιατρού και μητέρας από τη μεγάλη οικογένεια των Χαιρέτηδων που η καταγωγή της έφτανε έως το Βυζάντιο,… … Dictionary of Greek
Χαϊδάρι — Οικισμός (υψόμ. 100 μ.), έδρα του ομώνυμου δήμου της πρώην επαρχίας Αττικής, του νομού Δυτικής Αττικής στον οποίο υπάγεται και ο Σκαραμαγκάς. X. στρατόπεδο του . Ιδρύθηκε στην περίοδο της γερμανικής κατοχής (1941 44) από τους Γερμανούς κατακτητές … Dictionary of Greek